Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκραρία
ναυκράρια
ναυκραρικός
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκράτης
ναυκρατής
ναυκρατητικός
ναυκρατία
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναυλοδόκος
ναῦλος
ναυλοχέω
ναυλοχία
View word page
ναυκρατέω
to be master of the sea

ShortDef

to be master of the sea

Debugging

Headword:
ναυκρατέω
Headword (normalized):
ναυκρατέω
Headword (normalized/stripped):
ναυκρατεω
IDX:
58745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58746
Key:

Data

{'content': 'to be master of the sea'}