Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκραρία
ναυκράρια
ναυκραρικός
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκράτης
ναυκρατής
ναυκρατητικός
ναυκρατία
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναυλοδόκος
ναῦλος
ναυλοχέω
View word page
ναύκραρος
chief of a ναυκραρία, an Athenian administrative division

ShortDef

chief of a ναυκραρία, an Athenian administrative division

Debugging

Headword:
ναύκραρος
Headword (normalized):
ναύκραρος
Headword (normalized/stripped):
ναυκραρος
IDX:
58744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58745
Key:

Data

{'content': 'chief of a ναυκραρία, an Athenian administrative division'}