Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκραρία
ναυκράρια
ναυκραρικός
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκράτης
ναυκρατής
ναυκρατητικός
ναυκρατία
Ναύκρατις
View word page
ναυκληρώσιμος
to be sub-let

ShortDef

to be sub-let

Debugging

Headword:
ναυκληρώσιμος
Headword (normalized):
ναυκληρώσιμος
Headword (normalized/stripped):
ναυκληρωσιμος
IDX:
58740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58741
Key:

Data

{'content': 'to be sub-let'}