Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
ἀνάκουστος
View word page
ἀνακομιδή
a carrying away again, recovery

ShortDef

a carrying away again, recovery

Debugging

Headword:
ἀνακομιδή
Headword (normalized):
ἀνακομιδή
Headword (normalized/stripped):
ανακομιδη
IDX:
5873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5874
Key:

Data

{'content': 'a carrying away again, recovery'}