Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκραρία
ναυκράρια
ναυκραρικός
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκράτης
ναυκρατής
ναυκρατητικός
View word page
ναυκληρομάχιμος
sailor in the fleet

ShortDef

sailor in the fleet

Debugging

Headword:
ναυκληρομάχιμος
Headword (normalized):
ναυκληρομάχιμος
Headword (normalized/stripped):
ναυκληρομαχιμος
IDX:
58738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58739
Key:

Data

{'content': 'sailor in the fleet'}