Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκραρία
ναυκράρια
ναυκραρικός
ναύκραρος
View word page
ναυκληρία
a seafaring life, ship-owning

ShortDef

a seafaring life, ship-owning

Debugging

Headword:
ναυκληρία
Headword (normalized):
ναυκληρία
Headword (normalized/stripped):
ναυκληρια
IDX:
58734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58735
Key:

Data

{'content': 'a seafaring life, ship-owning'}