Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκραρία
ναυκράρια
ναυκραρικός
View word page
ναυκλήρημα
voyage
ShortDef
voyage
Debugging
Headword:
ναυκλήρημα
Headword (normalized):
ναυκλήρημα
Headword (normalized/stripped):
ναυκληρημα
IDX:
58733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58734
Key:
Data
{'content': 'voyage'}