Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
View word page
ναύδετον
a ship's cable
ShortDef
a ship's cable
Debugging
Headword:
ναύδετον
Headword (normalized):
ναύδετον
Headword (normalized/stripped):
ναυδετον
IDX:
58730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58731
Key:
Data
{'content': "a ship's cable"}