Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
ἀνακορέω
ἀνακοσμέω
View word page
ἀνακομβόομαι
gird oneself up

ShortDef

gird oneself up

Debugging

Headword:
ἀνακομβόομαι
Headword (normalized):
ἀνακομβόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακομβοομαι
IDX:
5872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5873
Key:

Data

{'content': 'gird oneself up'}