Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
View word page
ναυβάτης
a seaman, sea-going

ShortDef

a seaman, sea-going

Debugging

Headword:
ναυβάτης
Headword (normalized):
ναυβάτης
Headword (normalized/stripped):
ναυβατης
IDX:
58728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58729
Key:

Data

{'content': 'a seaman, sea-going'}