Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
View word page
ναυβατέω
ten thousand fold

ShortDef

ten thousand fold

Debugging

Headword:
ναυβατέω
Headword (normalized):
ναυβατέω
Headword (normalized/stripped):
ναυβατεω
IDX:
58727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58728
Key:

Data

{'content': 'ten thousand fold'}