Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναστοφαγέω
ναστοφάγος
νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
View word page
ναύαρχος
the commander of a fleet, an admiral

ShortDef

the commander of a fleet, an admiral

Debugging

Headword:
ναύαρχος
Headword (normalized):
ναύαρχος
Headword (normalized/stripped):
ναυαρχος
IDX:
58725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58726
Key:

Data

{'content': 'the commander of a fleet, an admiral'}