Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νάστης
ναστοκόπος
ναστός
ναστότης
ναστοφαγέω
ναστοφάγος
νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
Ναυκλείδης
View word page
ναυαγός
shipwrecked, stranded

ShortDef

shipwrecked, stranded

Debugging

Headword:
ναυαγός
Headword (normalized):
ναυαγός
Headword (normalized/stripped):
ναυαγος
IDX:
58721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58722
Key:

Data

{'content': 'shipwrecked, stranded'}