Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναστήρ
Νάστης
ναστοκόπος
ναστός
ναστότης
ναστοφαγέω
ναστοφάγος
νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
ναύδετον
View word page
ναυάγιον
a piece of wreck

ShortDef

a piece of wreck

Debugging

Headword:
ναυάγιον
Headword (normalized):
ναυάγιον
Headword (normalized/stripped):
ναυαγιον
IDX:
58720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58721
Key:

Data

{'content': 'a piece of wreck'}