Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νᾶσος
νάσσω
ναστήρ
Νάστης
ναστοκόπος
ναστός
ναστότης
ναστοφαγέω
ναστοφάγος
νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
View word page
ναυαγέω
to suffer shipwreck, be shipwrecked

ShortDef

to suffer shipwreck, be shipwrecked

Debugging

Headword:
ναυαγέω
Headword (normalized):
ναυαγέω
Headword (normalized/stripped):
ναυαγεω
IDX:
58718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58719
Key:

Data

{'content': 'to suffer shipwreck, be shipwrecked'}