Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρός
Νασίδιος
Νασικᾶς
νασιώτας
νασμός
νᾶσος
νάσσω
ναστήρ
Νάστης
ναστοκόπος
ναστός
ναστότης
ναστοφαγέω
ναστοφάγος
νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
ναυαρχία
View word page
ναστός
close- pressed, (πλακοῦς) a well-kneaded cake

ShortDef

close- pressed, (πλακοῦς) a well-kneaded cake

Debugging

Headword:
ναστός
Headword (normalized):
ναστός
Headword (normalized/stripped):
ναστος
IDX:
58713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58714
Key:

Data

{'content': 'close- pressed, (πλακοῦς) a well-kneaded cake'}