Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρκωτικός
ναρός
Νασίδιος
Νασικᾶς
νασιώτας
νασμός
νᾶσος
νάσσω
ναστήρ
Νάστης
ναστοκόπος
ναστός
ναστότης
ναστοφαγέω
ναστοφάγος
νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγία
ναυάγιον
ναυαγός
ναυαρχέω
View word page
ναστοκόπος
cutting up cakes

ShortDef

cutting up cakes

Debugging

Headword:
ναστοκόπος
Headword (normalized):
ναστοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ναστοκοπος
IDX:
58712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58713
Key:

Data

{'content': 'cutting up cakes'}