Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
ἀνακόπτω
View word page
ἀνακολυμβάω
come up after diving:

ShortDef

come up after diving:

Debugging

Headword:
ἀνακολυμβάω
Headword (normalized):
ἀνακολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
ανακολυμβαω
IDX:
5870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5871
Key:

Data

{'content': 'come up after diving:'}