Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
ναρός
Νασίδιος
Νασικᾶς
νασιώτας
νασμός
νᾶσος
νάσσω
ναστήρ
Νάστης
ναστοκόπος
ναστός
ναστότης
ναστοφαγέω
ναστοφάγος
View word page
νασιώτας
of an island

ShortDef

of an island

Debugging

Headword:
νασιώτας
Headword (normalized):
νασιώτας
Headword (normalized/stripped):
νασιωτας
IDX:
58706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58707
Key:

Data

{'content': 'of an island'}