Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
ναρός
Νασίδιος
Νασικᾶς
νασιώτας
νασμός
νᾶσος
νάσσω
ναστήρ
Νάστης
ναστοκόπος
View word page
ναρκωτικός
benumbing, narcotic

ShortDef

benumbing, narcotic

Debugging

Headword:
ναρκωτικός
Headword (normalized):
ναρκωτικός
Headword (normalized/stripped):
ναρκωτικος
IDX:
58702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58703
Key:

Data

{'content': 'benumbing, narcotic'}