Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
ναρός
Νασίδιος
Νασικᾶς
νασιώτας
νασμός
νᾶσος
νάσσω
ναστήρ
Νάστης
View word page
νάρκωσις
a benumbing
ShortDef
a benumbing
Debugging
Headword:
νάρκωσις
Headword (normalized):
νάρκωσις
Headword (normalized/stripped):
ναρκωσις
IDX:
58701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58702
Key:
Data
{'content': 'a benumbing'}