Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
ναρός
Νασίδιος
Νασικᾶς
νασιώτας
νασμός
νᾶσος
νάσσω
ναστήρ
View word page
ναρκώδης
numb, torpid
ShortDef
numb, torpid
Debugging
Headword:
ναρκώδης
Headword (normalized):
ναρκώδης
Headword (normalized/stripped):
ναρκωδης
IDX:
58700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58701
Key:
Data
{'content': 'numb, torpid'}