Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
ναρός
Νασίδιος
Νασικᾶς
νασιώτας
νασμός
νᾶσος
νάσσω
View word page
ναρκόω
benumb, deaden

ShortDef

benumb, deaden

Debugging

Headword:
ναρκόω
Headword (normalized):
ναρκόω
Headword (normalized/stripped):
ναρκοω
IDX:
58699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58700
Key:

Data

{'content': 'benumb, deaden'}