Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακοπτέον
View word page
ἀνακολπόω
form a bay

ShortDef

form a bay

Debugging

Headword:
ἀνακολπόω
Headword (normalized):
ἀνακολπόω
Headword (normalized/stripped):
ανακολποω
IDX:
5869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5870
Key:

Data

{'content': 'form a bay'}