Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
ναρός
View word page
ναρκάω
to grow stiff

ShortDef

to grow stiff

Debugging

Headword:
ναρκάω
Headword (normalized):
ναρκάω
Headword (normalized/stripped):
ναρκαω
IDX:
58693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58694
Key:

Data

{'content': 'to grow stiff'}