Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
View word page
νάρθηξ
giant fennel; stalk, cane, splint; narthex (forecourt of church)

ShortDef

giant fennel; stalk, cane, splint; narthex (forecourt of church)

Debugging

Headword:
νάρθηξ
Headword (normalized):
νάρθηξ
Headword (normalized/stripped):
ναρθηξ
IDX:
58691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58692
Key:

Data

{'content': 'giant fennel; stalk, cane, splint; narthex (forecourt of church)'}