Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
View word page
ναρθηκώδης
like a νάρθηξ

ShortDef

like a νάρθηξ

Debugging

Headword:
ναρθηκώδης
Headword (normalized):
ναρθηκώδης
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκωδης
IDX:
58690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58691
Key:

Data

{'content': 'like a νάρθηξ'}