Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
View word page
ναρθηκοφόρος
carrying a νάρθηξ

ShortDef

carrying a νάρθηξ

Debugging

Headword:
ναρθηκοφόρος
Headword (normalized):
ναρθηκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκοφορος
IDX:
58689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58690
Key:

Data

{'content': 'carrying a νάρθηξ'}