Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
ἀνάκομμα
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
View word page
ἀνακολπάζω
tuck up one's gown, gird oneself up
ShortDef
tuck up one's gown, gird oneself up
Debugging
Headword:
ἀνακολπάζω
Headword (normalized):
ἀνακολπάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακολπαζω
IDX:
5868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5869
Key:
Data
{'content': "tuck up one's gown, gird oneself up"}