Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
View word page
ναρθηκοφανής
looking like
ShortDef
looking like
Debugging
Headword:
ναρθηκοφανής
Headword (normalized):
ναρθηκοφανής
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκοφανης
IDX:
58688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58689
Key:
Data
{'content': 'looking like'}