Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
View word page
ναρθηκοπλήρωτος
filling the hollow of the νάρθηξ

ShortDef

filling the hollow of the νάρθηξ

Debugging

Headword:
ναρθηκοπλήρωτος
Headword (normalized):
ναρθηκοπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκοπληρωτος
IDX:
58687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58688
Key:

Data

{'content': 'filling the hollow of the νάρθηξ'}