Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
View word page
ναρθηκισμός
splinting

ShortDef

splinting

Debugging

Headword:
ναρθηκισμός
Headword (normalized):
ναρθηκισμός
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκισμος
IDX:
58685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58686
Key:

Data

{'content': 'splinting'}