Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
View word page
ναρθήκισμα
splint
ShortDef
splint
Debugging
Headword:
ναρθήκισμα
Headword (normalized):
ναρθήκισμα
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκισμα
IDX:
58684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58685
Key:
Data
{'content': 'splint'}