Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
ναρκάω
View word page
ναρθήκιον
small splint

ShortDef

small splint

Debugging

Headword:
ναρθήκιον
Headword (normalized):
ναρθήκιον
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκιον
IDX:
58683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58684
Key:

Data

{'content': 'small splint'}