Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκαφθον
View word page
ναρθήκινος
made of νάρθηξ
ShortDef
made of νάρθηξ
Debugging
Headword:
ναρθήκινος
Headword (normalized):
ναρθήκινος
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκινος
IDX:
58682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58683
Key:
Data
{'content': 'made of νάρθηξ'}