Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
View word page
ναρθηκιάω
beat with a νάρθηξ or rod

ShortDef

beat with a νάρθηξ or rod

Debugging

Headword:
ναρθηκιάω
Headword (normalized):
ναρθηκιάω
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκιαω
IDX:
58680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58681
Key:

Data

{'content': 'beat with a νάρθηξ or rod'}