Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
View word page
ναρδοφόρος
bearing nard
ShortDef
bearing nard
Debugging
Headword:
ναρδοφόρος
Headword (normalized):
ναρδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ναρδοφορος
IDX:
58679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58680
Key:
Data
{'content': 'bearing nard'}