Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
View word page
νάρδος
nard, spikenard, nard-oil
ShortDef
nard, spikenard, nard-oil
Debugging
Headword:
νάρδος
Headword (normalized):
νάρδος
Headword (normalized/stripped):
ναρδος
IDX:
58678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58679
Key:
Data
{'content': 'nard, spikenard, nard-oil'}