Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
View word page
νάρδινος
of nard

ShortDef

of nard

Debugging

Headword:
νάρδινος
Headword (normalized):
νάρδινος
Headword (normalized/stripped):
ναρδινος
IDX:
58675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58676
Key:

Data

{'content': 'of nard'}