Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναοπόλος
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
View word page
ναπώδης
woody

ShortDef

woody

Debugging

Headword:
ναπώδης
Headword (normalized):
ναπώδης
Headword (normalized/stripped):
ναπωδης
IDX:
58673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58674
Key:

Data

{'content': 'woody'}