Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναοειδής
ναοπόλος
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
View word page
νᾶπυ
mustard
ShortDef
mustard
Debugging
Headword:
νᾶπυ
Headword (normalized):
νᾶπυ
Headword (normalized/stripped):
ναπυ
IDX:
58672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58673
Key:
Data
{'content': 'mustard'}