Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοπόλος
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
ναρθηκιάω
View word page
νάπη
a wooded vale, dell

ShortDef

a wooded vale, dell

Debugging

Headword:
νάπη
Headword (normalized):
νάπη
Headword (normalized/stripped):
ναπη
IDX:
58670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58671
Key:

Data

{'content': 'a wooded vale, dell'}