Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νάξος
ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοπόλος
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
νάρδος
ναρδοφόρος
View word page
ναπαῖος
of a wooded vale

ShortDef

of a wooded vale

Debugging

Headword:
ναπαῖος
Headword (normalized):
ναπαῖος
Headword (normalized/stripped):
ναπαιος
IDX:
58669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58670
Key:

Data

{'content': 'of a wooded vale'}