Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ναξιουργής
Ναξόθεν
Νάξος
ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοπόλος
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδολιπής
View word page
ναόω
bring into a temple
ShortDef
bring into a temple
Debugging
Headword:
ναόω
Headword (normalized):
ναόω
Headword (normalized/stripped):
ναοω
IDX:
58667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58668
Key:
Data
{'content': 'bring into a temple'}