Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νανοφυής
νανώδης
Νάξιος
Ναξιουργής
Ναξόθεν
Νάξος
ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοπόλος
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
νάπα
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
View word page
ναός
the dwelling of a god, a temple

ShortDef

the dwelling of a god, a temple

Debugging

Headword:
ναός
Headword (normalized):
ναός
Headword (normalized/stripped):
ναος
IDX:
58664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58665
Key:

Data

{'content': 'the dwelling of a god, a temple'}