Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακομιστέον
View word page
ἀνακολλητικός
of or for glueing

ShortDef

of or for glueing

Debugging

Headword:
ἀνακολλητικός
Headword (normalized):
ἀνακολλητικός
Headword (normalized/stripped):
ανακολλητικος
IDX:
5865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5866
Key:

Data

{'content': 'of or for glueing'}