Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ναΐσκιον
ναΐσκος
ναίχι
ναίω
νάκη
νακοδέψης
νακοκλέψ
νάκος
νακοτιλτέω
νακοτίλτης
νακότιλτος
νακτός
νᾶμα
ναμασιπήξ
ναματιαῖος
ναματώδης
ναμερτής
ναννάριον
νανναριστής
νάννας
νᾶνος
View word page
νακότιλτος
with the wool plucked off
ShortDef
with the wool plucked off
Debugging
Headword:
νακότιλτος
Headword (normalized):
νακότιλτος
Headword (normalized/stripped):
νακοτιλτος
IDX:
58643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58644
Key:
Data
{'content': 'with the wool plucked off'}