Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
ἀνακομάω
ἀνακομβόομαι
ἀνακομιδή
View word page
ἀνακόλλημα
adhesive plaster
ShortDef
adhesive plaster
Debugging
Headword:
ἀνακόλλημα
Headword (normalized):
ἀνακόλλημα
Headword (normalized/stripped):
ανακολλημα
IDX:
5863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5864
Key:
Data
{'content': 'adhesive plaster'}