Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναιετάω
ναικισήρης
ναικισσορεύω
ναϊκός
Ναΐν
νάϊος
νάϊος2
ναΐσκιον
ναΐσκος
ναίχι
ναίω
νάκη
νακοδέψης
νακοκλέψ
νάκος
νακοτιλτέω
νακοτίλτης
νακότιλτος
νακτός
νᾶμα
ναμασιπήξ
View word page
ναίω
to dwell, abide

ShortDef

to dwell, abide

Debugging

Headword:
ναίω
Headword (normalized):
ναίω
Headword (normalized/stripped):
ναιω
IDX:
58636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58637
Key:

Data

{'content': 'to dwell, abide'}