Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ναζαρέθ
ναηλεῖς
Νάθας
ναί
Ναϊακός
Ναΐαρχος
Ναϊάς
ναιδαμῶς
ναΐδιον
ναιετάω
ναικισήρης
ναικισσορεύω
ναϊκός
Ναΐν
νάϊος
νάϊος2
ναΐσκιον
ναΐσκος
ναίχι
ναίω
νάκη
View word page
ναικισήρης
one who sneers
ShortDef
one who sneers
Debugging
Headword:
ναικισήρης
Headword (normalized):
ναικισήρης
Headword (normalized/stripped):
ναικισηρης
IDX:
58627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58628
Key:
Data
{'content': 'one who sneers'}